- συναυτουργία
- η сообщничество, соучастие (в преступлении)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συναυτουργία — η, Ν η ιδιότητα τού συναυτουργού, σύμπραξη δύο ή περισσοτέρων στην τέλεση μιας αξιόποινης πράξης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συναυτουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Κωνστ. Κωστή] … Dictionary of Greek
ηθικός αυτουργός — Όρος του ποινικού δικαίου. Χαρακτηρίζει εκείνον που προκαλεί (με πρόθεση) σε άλλον την απόφαση για τη διάπραξη μιας άδικης πράξης. Τιμωρείται με την ίδια ποινή (ως αντικειμενικό πλαίσιο) με την οποία τιμωρείται και ο αυτουργός (άρθρο 46, παρ. 1 Π … Dictionary of Greek